- ἐξώλεια
- ἐξώλ-εια, ἡ, ([etym.] ὄλλυμι)A utter destruction,
ἐπαρώμενον ἐξώλειαν ἑαυτῷ ἐπιορκοῦντι IG12.10.15
, cf. Antipho5.11, Lys.12.10, Jusj. ap. D.24.151; κατ' ἐξωλείας ὀμόσαι, ἐπιορκεῖν, D.21.119, 57.22; ὕποχον ἐξωλείας αὑτὸν ποιεῖν ib.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.